Monday, December 24, 2007

Paranoid Park (2007)

‘Πολύ κρύο ρε π%#&τη μου. Πού πας ρε κακομοίρη με το μπλουζάκι και το σακάκι μέσα στα μεσάνυχτα να περπατήσεις στην Αθήνα. Ρε μπας και έπρεπε να αράξω σπίτι να δω το clerks για χιλιοστή φορά στο χαζοκούτι;’

Κοιτώντας προς τα πάνω καθώς κατηφόριζα προς το ‘Μικρόκοσμο’ μαζί με το ζεύγος, μπορούσα να δω το συννεφάκι με αυτές μου τις σκέψεις να κρυσταλλώνεται μέσα στην παγωνιά της Παρασκευής…ευτυχώς δεν την ‘άρπαξα’ και γλύτωσα τον πυρετό το Σαββατόβραδο!

Καλά καλά…έχετε ήδη ξενερώσει με το άθλιο humor μου γι’αυτό περνάω στο κυρίως.

Το Paranoid Park του Gus Van Sant λίγο έλλειψε να γίνει άλλο ένα εργάκι που δεν πρόλαβα να δω στο cinema αλλά ευτυχώς ήρθαν αλλιώς τα πράγματα και κατάφερα να απολαύσω όπως πρέπει (όπως συνηθίζω να λέω) μία εξαιρετική, κατά την ταπεινή μου άποψη, ταινία.

Αυτή η ταινία, όπως και πολλές άλλες που κάποιος κακοήθης θα έντασσε στην κατηγορία ‘καλλιτεχνικός κινηματογράφος’, δε βασίζεται πολύ στην πολυπλοκότητα του σεναρίου. Με λίγα λόγια, το σενάριο επικεντρώνεται απλά σε μία άτυχη στιγμή ενός πιτσιρικά που μαζί με το skateboard του βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και κατέληξε μπλεγμένος σε ένα φρικτό ατύχημα. Ουσιαστικά λοιπόν, το σενάριο δεν είναι η εξιστόρηση ενός περιστατικού αλλά η απεικόνιση της ψυχολογίας και της εσωτερικής πάλης ενός εφήβου που καλείται να αντιμετωπίσει το διαζύγιο των γωνιών του, τη σχέση του με το αντίθετο φύλο, τη θέση του ως πρότυπο στα μάτια του μικρού του αδερφού και ένα θάνατο.

Όλα τα παραπάνω ‘φιλοτεχνούνται’ πάνω στη βάση της skate κουλτούρας και μέσα σε ένα γοητευτικό πλέγμα εξαιρετικής σκηνοθεσίας που ‘παίζει’ με αστικές εικόνες και πλάνα επικεντρωμένα στον (απροσδόκητα καλό) πρωταγωνιστή. Όσον αφορά το soundtrack, δε μπορώ να εκφέρω αντικειμενική-και καλά-άποψη. Η παρουσία και μόνο του Elliot Smith μου είναι αρκετή!

sorry αλλά έχω κι εγώ τα κολλήματά μου…



Tuesday, December 18, 2007

Κλέφτες (2007)

Όταν είδα πρώτη φορά το «Τσίου», μάλλον τυχαία μετά από προτροπή άσχετου με το σινεμά φίλου, ενθουσιάστηκα, όχι τόσο επειδή ήταν η ταινιάρα (είχε πολλές αδυναμίες, για μένα η κύρια ήταν το «εύκολο» τέλος), αλλά γιατί μου έδωσε την εντύπωση πως εδώ υπήρχε κάτι φρέσκο. Ο Παπαδημητράτος πρότεινε κάτι καινούριο μέσα στο χρόνια πεθαμένο νέο ελληνικό κινηματογράφο. Την Πέμπτη λοιπόν που βγήκαν οι «Κλέφτες» κατέβηκα για μια ακόμα φορά την Καλλιρρόης και μπούκαρα Μικρόκοσμο.

Μετά από μιάμιση ώρα βγήκα μάλλον απογοητευμένος. Λάθος, στεναχωρημένος. Γιατί είναι παντού διάχυτο ότι ο Παπαδημητράτος μπορεί να κάνει πολύ καλό σινεμά, σύγχρονο, απαγκιστρωμένο από όλα τα κολοκλισέ που μας κατατρέχουν χρόνια τώρα, παιχνιδιάρικο, κυνικό, στιλάτο. Και μέσα σε όλα αυτά κάπου το ‘χασε.

Κάνοντας ένα διαχωρισμό (μάλλον αυθαίρετο) της ταινίας σε τρία μέρη, θα θεωρήσω το πρώτο και το τρίτο ψιλοσούπερ. Στο πρώτο, ένα intro του πρωταγωνιστικού δίδυμου, η ταινία ρέει γαμάτα. Έξυπνο χιουμοράκι, cool ερμηνείες από τον ίδιο και τον Αλεξανδρή, φαίνεται ότι ο Παπαδημητράτος αγαπάει τους ήρωές του, τους νιώθει και βγάζει μια οικειότητα που σίγουρα μπαίνει στα συν. Από την άλλη το τρίτο, στην οποία έρχονται αντιμέτωποι τα δύο άκακα «τσογλανάκια» με τους νεογιάπηδες, υπάρχει μια ευγενική κόντρα που, εκτός από την προφανή φιλολογική σημειολογία (που προσωπικά λίγο με νοιάζει), συγκρίνει – λίγο άνισα βέβαια – στάσεις ζωής και έμμεσα παίρνει θέση, που τελικά δεν είναι απαραίτητα κακό. Κινηματογραφικά είναι δοσμένη ήπια, λίγο κυνικά και με έναν σαρκασμό προς παντού, που τελικά κερδίζει πόντους. Το τέλος δε, με εξέπληξε ευχάριστα, χωρίς να διολισθαίνει σε καμία σεναριακή ευκολία και έναν μελαγχολικό ρεαλισμό.

Και τώρα έρχεται το μεσαίο κομμάτι, το οποίο δυστυχώς καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας και παρουσιάζει το «όργιο» του ζευγαριού των γιάπηδων με την Ρωσίδα «συνοδό». Ο σκοπός του Παπαδημητράτου είναι εύκολα αναγνωρίσιμος, και αν είναι να μιλήσουμε και επί προσωπικής βάσης, και μένα με αηδιάζει αυτό το «είδος» ανθρώπων. Μόνο που δεν γίνεται σινεμά μόνο με στόχους και κοινωνική κριτική. Το ζευγάρι αντιμετωπίζεται αμήχανα, δοσμένα μέσα από μια επιτηδευμένη υπερβολή (και δεν εννοώ την κόκα όπως διάβασα από κάτι άσχετους) αλλά από μια απαράδεκτη ερμηνεία της Αλικάκη και μια μετριότατη του Λαγούτη. Και φυσικά the man to blame είναι ο ίδιος ο Παπαδημητράτος, ο οποίος δεν ξέρει πώς να χειριστεί την κατάσταση. Η ταινία εδώ είναι αργόσυρτη, ως βαρετή, εξόφθαλμα illustrated, και τελικά έξω από το σινεμά που θέλει να υπηρετήσει.

Στα συν της ταινίας το πολύ καλό soundtrack.

Γενικά, περίμενα κάτι πιο απογειωτικό. Και αυτό γιατί είχα πολλές προσδοκίες. Ακόμα και έτσι βέβαια, απέχει μίλια από το αναιμικό ελληνικό σινεμά, και σε καμία περίπτωση δεν διαγράφει το σκηνοθέτη. Απλώς νομίζω ότι ήθελε περισσότερη δουλειά σεναριακά και μία πιο «ελαφριά» αντιμετώπιση του μεσαίου κομματιού. Πάντως, όπως και αν έχει το πράγμα, θα πάω να δω την επόμενη ταινία του Παπαδημητράτου χωρίς δεύτερη σκέψη.

Friday, December 14, 2007

The Night Porter (1974)

Με Σαρλότ Ράμπλινγκ φυσικά και δεν υπήρχε θέμα για το αν θα πάω να την δω. Έβαλα λοιπόν κσκολάκι και σκούφο και κατηφόρησα την Καλλιρόης προς Φιξ μεριά. Παρεπιπτόντως, ο Μικρόκοσμος γαμεί και δέρνει, είναι το σινεμά που πλέον γουστάρω να πηγαίνω περισσότερο, και συνήθως με εξαιρετικές ταινίες.

Ήξερα πάνω κάτω τι θα δω, οπότε ήμουν από πριν προετοιμασμένος για το «καλλιτεχνικό» της υπόθεσης. Και δυστυχώς δεν διαψεύστηκα. Ξεπερασμένος κινηματογράφος, χαρακτηριστικό δείγμα μιας τάσης, ή μάλλον όχι τάσης, αλλά κανόνα του σινεμά του 70, με όλα τα «κουλτουριάρικα» κλισέ να αναπτύσσονται, η αλήθεια είναι, μαεστρικά. Και όμως το ήξερα αλλά πήγα να τη δω. Και παρόλο που σε κάποια σημεία, σκέφτηκα τι ωραίο θα ήταν να έβλεπα κανέναν Γουές Άντερσον στο σπίτι (ελέω qu), στο τέλος βγήκα γουστάροντας και χαμογελώντας.

Το θέμα είναι γιατί; Παρόλο που με την κυρία Liliana Cavani και τους σκηνοθέτες του στυλ της έχω κόψει διπλωματικές χρόνια τώρα, η συγκεκριμένη ταινία είχε κάτι πλάνα που τα σκάνε. Βιέννη του 56. Μιλάμε για άλλο πράγμα. Τι πόλη όμως ε; Χωρίς να είναι loud είναι τόσο, μα τόσο, κλασάτη. Και αυτό στην ταινία έβγαινε παντού. Μια Βιέννη ονειρική. Λες να πάμε καμιά βόλτα; Έχετε πάει Χριστούγεννα στη Βιέννη; Αν όχι, δεν μπορείτε να φανταστείτε τί χάνεται.

Και μέσα σε αυτό το ονειρικό φυσικό σκηνικό η Ράμπλινγκ. Τι γυναίκα! Δεν πάει πιο σέξυ και με μία ψυχρότητα που σπάει κόκκαλα. Είναι αυτό που λέμε κλάση, και όχι μπαναλιτέ. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί η Ντενέβ με τη Μπαρντό. Ή για να το κάνουμε σύγχρονο, η Κίντμαν με τη Μπελούτσι. Οι πρώτες απευθύνονται στο μυαλό και οι δεύτερες στο φαλλό. Διαλέχτε.

Άψογο πρωταγωνιστικό δίδυμο (και ο Ντερκ Μπόγκαρτ καταπληκτικός με μια κεντροευρωπαϊκή αριστοκρατικότητα που δεν την συναντάς πουθενά αλλού), ελκυστική φωτογραφία. Για εικονολάτρες και σημειολόγους του σινεμά μόνο. Α, και της γυναικείας φινέτσας.

Eastern Promises (2007)

Μετά από ένα μακρύ διάστημα απουσίας από τα μπλογκικά δρόμενα λόγω τρομερών υποχρεώσεων, επανέρχομαι βίαιος, ερειστικός και όπως πάντα συμπλεγματικός. Η συγκεκριμένη κριτική λίγο καθυστερημένη αλλά who cares?

Το «Τέλος της Βίας» δεν το είδα στο σινεμά και είχα ξενερώσει τρελά, οπότε όταν βγήκε το «Eastern Promises» πήγα απογευματάκι Πέμπτης στην Όπερα να δω τον μέγα Cronenberg. Το να μιλήσω για τον Cronenberg το θεωρώ περιττό, αφού ο άνθρωπος ότι και να χει κάνει είναι εξαιρετικό. Από τα υβριδικά του τύπου Rabid (τι ταινιάρα και αυτή), το κλασικό Friday the 13th, που μεγάλωσε όλη τη γενιά μου, έως το Crash και το Spider, ο τύπος κάνει ταινίες τόσο μελετημένες, ξέροντας ακριβώς τι θέλει, straight to the point.

Eastern Promises λοιπόν, ή επί το ελληνικότερο «Επικίνδυνες Υποσχέσεις», με την πλοκή να περιφέρεται γύρω από τη ρωσική μαφία στο Λονδίνο, και το θάνατο μιας ανήλικης πόρνης. Μια νοσοκόμα (Naomi Watts) με καταγωγή από Ρωσία μεριά ζει το θάνατο μιας ανήλικης πόρνης και ψάχνοντας να βρει την οικογένεια του νεογέννητου καταλήγει στους Ρωσικούς μαφιόζικους κύκλους. Εκεί συναντά Armin Mueller, Vincent Cassel και Viggo Mortensen. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι βέβαια, και εκεί που κρύβεται όλο το παιχνίδι, είναι η ανέλιξη του Μορτενσεν στα μαφιόζικα αξιώματα. Σεναριακά, η ταινία πήγε σε κάποια φάση να με ξενερώσει τρελά, αλλά στο τέλος έκανε ένα πέρασμα στην αντιπέρα όχθη και έσωσε την παρτίδα.

Προσωπικά θεωρώ ότι το όλο παιχνίδι παίζεται γύρω από το χαρακτήρα του Μόρτενσεν και εκεί είναι που ο Κρόνεμπεργκ κέρδισε το στοίχημα, με τρελή βοήθεια από τον καταπληκτικό Δανό. Τους υπόλοιπους τρεις χαρακτήρες του βρήκα λίγο έως πολύ ψιλοανιαρούς (διάβασα για τον Mueller διθύραμβους. Εγώ πάλι τον βρήκα προβλέψιμο και ελαφρώς βαρετό). Παντού κυριαρχεί η αίσθηση μιας υποβόσκουσας, μη εκδηλομένης βίας, η οποία όμως μπορεί κάθε στιγμή να ξεσπάσει από τον καθένα. Αυτό διατρέχει άλλωστε όλο το έργο του Κρόνενμπεργκ, όλοι είμαστε εν δυνάμει ικανοί για το χειρότερο. Η εντύπωση μου σε όλο το φιλμ ήταν ότι υπάρχει κάτι που σιγοβράζει και κάποια στιγμή θα ξεσπάσει και θα τα τινάξει όλα στον αέρα. Και ο σκηνοθέτης τελικά με δικάιωσε.

Η επιφανειακή οικογενειακή γαλήνη, οι παραδόσεις, η αξία της οικογένειας, όλες αυτές οι κλισαρισμένες έννοιες αναιρούνται ήπια αλλά συνεχώς, το Λονδίνο όταν ξέρεις να το κινηματογραφήσεις πάντα δίνει τρελή αβάντα (έχει κάτι άλλο στον αέρα η Αγγλία, ένα στυλ, μια κλάση), είναι αυτός ο πούστης ο καιρός του πολύ κινηματογραφικός.

Και έρχομαι στην κορυφαία σκην σκηνή του έργου. Προσωπικά είχα χρόνια να δω κάτι παρόμοιο. Υπερβολή; Ίσως. Το θέμα όμως είναι πως η σκηνή στο χαμάμ είναι μία επίδειξη κινηματογραφικής ιδιοφυίας, ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν την ικανότητα να γυρίσουν τέτοιες σκηνές. Ο Κρόνεμπεργκ απλώς δίνει ρέστα. Δεν θα αναφέρω πολλά, είναι χωρίς νόημα γιατί πρέπει να το δεις για να ζήσεις την ένταση και το ρεαλισμό της, αλλά για πέντε λεπτά ένιωθα ότι έτρωγα αλλεπάλληλες μπουνιές στο στομάχι. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Στο dvd θα είναι απλώς άλλη ταινία.

Και για το τέλος μια συμβουλή. Δείτε Κρόνενμπεργκ, ο άνθρωπος έχει πει και θα πει πολλά. Και αν δεν μπορείτε να το καταλάβετε, και οι ταινίες του δεν σας κάνουν κάτι, ε τότε είστε, λυπάμαι, πολύ λίγοι.